- εξαπολύω
- και αξαπολυώ και ξαπολυώ (Μ ἐξαπολύω και [ἐ]ξαπολῶ και ἀξαπολῶ)δίνω άφεση, παρέχω ελευθερίανεοελλ.απευθύνω κάτι κακό (κυρ. βρισιές, λίβελλο κ.λπ.) εναντίον κάποιου («εξαπέλυσε λίβελλο εναντίον του»)νεοελλ.-μσν.1. αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω («ὅσους εἶχεν ἀρεστιασμένους εἰς τὰς φυλακὰς ἐξαπόλυσέν τους», Μαχαιρ.)μσν.1. παραδίδω στη διάθεση κάποιου2. επιτρέπω να γίνει («ο νόμος δεν τό 'ξαπολεί», Μ. Φαλιέρ.)3. εγκαταλείπω4. απαρνούμαι5. (για αμαρτίες) συγχωρώ, δίνω άφεση6. διώχνω7. παραβλέπω, περιφρονώ8. εκσφενδονίζω, ρίχνω9. (για ειρήνη) παραβιάζω10. μέσ. ζω ελεύθερα χωρίς ηθικούς περιορισμούς11. μέσ. αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, αχαλίνωτο12. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) εξαπολυμένος, -η, -οάνδρας ή γυναίκα ελευθερίων ηθών.
Dictionary of Greek. 2013.